- στερεόστρακος
- στερεόστρᾰκος, ον, τὰ σ. τῶν μετάλλωνA solid parts, slag, Zos.Alch. p.107 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερεόστρακος — ον, Α αυτός που έχει σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + ὄστρακον (πρβλ. σκληρ όστρακος)] … Dictionary of Greek
στερεόστρακα — στερεόστρακος solid parts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek